- λωφήιος
- λωφήϊος, -ΐα, -ον (Α)αυτός που ανακουφίζει, που καταπραΰνει («λωφήϊα ἱερά» — εξιλαστήριες θυσίες που καταπράυναν την οργή τών θεών, Απολλ. Ρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λωφ- τού λωφῶ «αναπαύομαι» + κατάλ. -ήϊος (πρβλ. κρην-ήιος, ποιμν-ήιος)].
Dictionary of Greek. 2013.